- στενόκωλος
- -η, -ο, Ναυτός που έχει στενούς γλουτούς.[ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + -κωλος (< κῶλον)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στενός — Όνομα δύο οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (45 κάτ., υψόμ. 500 μ.) στην επαρχία Καλαβρύτων του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Παγκρατίου. 2. Παράλιος οικισμός (5 κάτ., υψόμ. 30 μ.), στην επαρχία Παρνασσίδας του νομού Φωκίδας.… … Dictionary of Greek